- ἡδύνει
- ἡδύ̱νει , ἡδύνωseasonaor subj act 3rd sg (epic)ἡδύ̱νει , ἡδύνωseasonpres ind mp 2nd sgἡδύ̱νει , ἡδύνωseasonpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἡδυνεῖ — ἡδύνω season fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) ἡδύνω season fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηδύνω — (Α ἡδύνω) 1. κάνω κάτι νόστιμο, νοστιμίζω («κρόμμυον... οὐ μόνον σῑτον ἀλλὰ καὶ πότον ἡδύνει», Ξεν.) 2. καθιστώ κάτι τερπνό, ευχάριστο 3. προξενώ ηδονή, ευφραίνω 4. μέσ. ἡδύνομαι ευχαριστούμαι, ευφραίνομαι, τέρπομαι αρχ. θωπεύω, κολακεύω κάποιον … Dictionary of Greek